Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Είμαστε σοβαρά άρρωστοι και δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για την περίπτωσή μας

Ένας μεγάλος δημοσιογράφος, μεγάλος σαν όνομα, μεγάλος στην καριέρα που έχει κάνει και μεγάλος σε ηλικία, ψευτοαντικειμενικός, τάχα μου, αλλά βαμμένος ΑΕΚτζής για όσους τον ξέρουν, επιχειρεί να παρουσιάσει "αντικειμενικά", δήθεν, τα λάθη του διαιτητή Στυλιαρά στο παιχνίδι της Νέας Σμύρνης. Καταγράφει μάλιστα έξι περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να είχε αποφασίσει διαφορετικά έτσι ώστε να ήταν και διαφορετικό το αποτέλεσμα του χτεσινού αγώνα. Καρφώνεται όμως -μπορεί και σκόπιμα- γιατί από τις έξι αυτές περιπτώσεις, οι πέντε, ενδεχομένως λανθασμένες, αποφάσεις του διαιτητή, πάρθηκαν εις βάρος της ΑΕΚ. Ίσως να διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να υπερτονίσει την αδικία που έγινε σε βάρος της ΑΕΚ, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα και την αντικειμενικότητα που ευαγγελίζεται. Δεν σκοπεύω να γράψω το όνομά του επειδή διατηρώ έναν σεβασμό προς το πρόσωπό του, όσοι όμως τον διαβάζουν και με διαβάζουν έχουν καταλάβει για ποιον μιλάω. Επίσης, έχει καταλάβει και ο ίδιος ότι μιλάω για εκείνον επειδή με διαβάζει ανελλιπώς και το ξέρω από πρώτο χέρι, όπως άλλωστε τον διαβάζω κι εγώ!

Το αβίαστο συμπέρασμα που βγαίνει από όλα αυτά είναι ότι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα -και επιμένω στον γεωγραφικό προσδιορισμό- είναι ένα πέρα για πέρα άδικο άθλημα. Και λέω στην Ελλάδα επειδή στο εξωτερικό κανένας δεν στέκεται στις ελάχιστες αμφισβητούμενες φάσεις που γίνονται και στα ακόμα πιο ελάχιστα, πάντα όμως ανθρώπινα, λάθη των διαιτητών. Πρώτα-πρώτα γιατί είναι χορτασμένος από το ποδόσφαιρο που βλέπει. Παρακολουθεί όμορφο θέαμα, φάσεις, συνδυασμούς, περίτεχνες ενέργειες, καταπληκτικά γκολ. Θα ήταν απίστευτα μίζερος αν καθόταν να ασχοληθεί με τη μία ή τις δύο κακές στιγμές ενός διαιτητή.

Αντίθετα στην Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι ένας θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να το ρίξει στον ύπνο κατά τη διάρκειά του, από το… συναρπαστικό θέαμα που παρακολουθεί, δεν έχει κανείς με τι άλλο να ασχοληθεί έπειτα από τη λήξη του κάθε αγώνα παρά μόνο με το κατά πόσο επηρέασε ο διαιτητής το αποτέλεσμα και προς τίνος το όφελος.

Και τότε γιατί εξακολουθούμε να ασχολούμαστε με το ελληνικό ποδόσφαιρο; Γιατί το παρακολουθούμε; Τι μας προσφέρει εκτός από το σμπαράλιασμα του νευρικού μας συστήματος; Ένα ομαδικό άθλημα που πλέον απευθύνεται στους ελάχιστους ωφελημένους ενός εγκαθιδρυμένου συστήματος που μοναδικό σκοπό του έχει το κέρδος με κάθε κόστος. Τι νόημα έχει να υποστηρίζει κανείς μία συγκεκριμένη ομάδα όταν αυτή συμμετέχει σε θεσμούς με προσυμφωνημένους τους νικητές και τους ηττημένους, οι οποίοι μάλιστα είναι σταθερά οι ίδιοι και ίδιοι μέσα στο χρόνο;
 
Η απάντηση είναι μία: Η αρρώστια μας! Ναι, είμαστε σοβαρά άρρωστοι και πρέπει να το παραδεχτούμε. Ποιο τσιγάρο και ποιος αλκοολισμός. Το ποδόσφαιρο είναι η φοβερότερη μαστούρα. Η μεγαλύτερη εξάρτηση από όλες τις άλλες. Ακόμα και από τα ναρκωτικά! Δεν εξηγείται αλλιώς ότι εξακολουθούμε να πηγαίνουμε στο γήπεδο ή να παρακολουθούμε αγώνες από την τηλεόραση (αναφέρομαι πάντα σε αγώνες μεταξύ ελληνικών ομάδων), συνεχίζουμε να παίζουμε στοίχημα και με λίγα λόγια τα χώνουμε κανονικά από το υστέρημά μας στα λαμόγια που φρόντισαν έντεχνα να μας καταστρέψουν τη μεγαλύτερή μας απόλαυση που δεν ήταν άλλη από κάποιο μεσημεράκι ή βραδάκι Κυριακής (ενίοτε και Σαββάτου) σε κάποιο γήπεδο της χώρας. Ναι, είμαστε σοβαρά άρρωστοι και δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για την περίπτωσή μας…